- ἀκριτόφυρτος
- ἀκριτόφυρτοςundistinguishably mixedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακριτόφυρτος — ἀκριτόφυρτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι δυνατόν να τόν διακρίνει, να τόν ξεχωρίσει κανείς, επειδή εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + φυρτος < φύρω] … Dictionary of Greek
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek